χελιδόνος

χελιδόνος
χελῑδόνος , χελιδών
swallow
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκηνοπηγία — Ετήσια εβραϊκή γιορτή που αρχίζει τη 15η ημέρα του μήνα Τισρί (έβδομου μήνα του εβραϊκού ημερολόγιου), πέντε μέρες μετά την ημέρα του εξισλαμισμού. Αρχίζει με αργία, διαρκεί επτά ημέρες και τελειώνει πάλι με αργία. Είναι φθινοπωρινή γιορτή και… …   Dictionary of Greek

  • χελιδών — όνος, η, ΝΜΑ, και τ. αρσ. χελιδών, ὁ, Α (λόγιος τ.) 1. το πουλί χελιδόνι 2. το τριγωνικό κενό στο κάτω και οπίσθιο μέρος τής οπλής τού αλόγου αρχ. 1. το μικρό τριγωνικό κενό στο οπίσθιο μέρος τού πέλματος τού σκύλου 2. η μικρή κοιλότητα πάνω από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”